τρικυμιοθραύστης

τρικυμιοθραύστης
ὁ, Μ
αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. κοκκο-θραύστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”